- ἀγέρτης
- ἀγέρ-της, [dialect] Dor. [suff] ἄγερ-τας, ὁ,A collector of dues, IG14.423i35 ([place name] Tauromenium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιταγέρτης — ὁ, Α αυτός που συγκεντρώνει σιτάρι για το δημόσιο, ο σιτώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + αγέρτης (< ἀγείρω)] … Dictionary of Greek